εψάνη

εψάνη
η противень

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εψάνη" в других словарях:

  • ἑψάνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εψάνη — η (Α ἑψάνη) νεοελλ. ταψί, τεψί αρχ. μαγειρικό σκεύος που χρησιμεύει για βράσιμο, πλατιά χύτρα, τσουκάλι ή τηγάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἑψ τού ἕψω + κατάλ. ανη (πρβλ. οχ άνη, χο άνη)] …   Dictionary of Greek

  • ἑψανῶν — ἑψάνη fem gen pl ἑψανός boiled fem gen pl ἑψανός boiled masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑψάναι — ἑψάνᾱͅ , ἑψάνη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»